πλειστηριασμός — raise the price masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστηριασμός — ο διάθεση πράγματος με πλειοδοσία: Του βγάλανε το σπίτι στον πλειστηριασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατακύρωτος — η, ο [κατακυρώνω] 1. αυτός που δεν έχει επικυρωθεί με επίσημη πράξη «ακατακύρωτη αγοραπωλησία» 2. που δεν έχει επιδικαστεί οριστικά «ακατακύρωτος πλειστηριασμός» … Dictionary of Greek
αναπλειστηριασμός — ο εκ νέου πλειστηριασμός, επανάληψη πλειστηριασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek
κοινοποιώ — (AM κοινοποιῶ, έω) [κοινοποιός] κάνω κάτι δημόσια γνωστό, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινολογώ (α. «κοινοποίησε τους αρραβώνες του» β. «η απόφαση τής κυβέρνησης θα κοινοποιηθεί αύριο» γ. «κοινοποιήθηκε σήμερα ο πλειστηριασμός» δ. «κοινοποιεῖ τήν… … Dictionary of Greek
πλειστηρίαση — η, Ν πώληση με πλειοδοσία, πλειστηριασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
αναπλειστηρίαζω — ασα, άστηκα, ασμένος, ξανακάνω πλειστηριασμό που ματαιώθηκε ή ακυρώθηκε: Αναπλειστηριάστηκε το ακίνητο, γιατί ο προηγούμενος πλειστηριασμός ακυρώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναστέλλω — ανάστειλα και ανέστειλα, στάλθηκα, σταλμένος 1. σταματώ, διακόπτω: Η επιχείρηση Α ανάστειλε όλες τις πληρωμές της. 2. ελαττώνω, περιορίζω: Το πλοίο άρχισε να αναστέλλει την ταχύτητά του. 3. εμποδίζω την εκτέλεση απόφασης: Αναστάλθηκε ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)